- κατακάρδιος
- κατακάρδιος, -ον (AM)αυτός που βρίσκεται στην καρδιά («κατακάρδιος πληγή»)μσν.1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κατακάρδιαεγκάρδια2. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ κατακάρδιονκλάδος τής μουριάς στραμμένος προς τα κάτω.[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατά καρδίαν].
Dictionary of Greek. 2013.